Γράφει η Βένα Καλογήρου
Από νωρίς το πρωί η μητέρα είχε αφήσει
τα παιδιά στη Μαρίνα, μια νέα δεκαοχτώ χρόνων, την οποία έπαιρνε κάποιες
φορές για λίγες ώρες προκειμένου να τα προσέχει με αντάλλαγμα μερικά
νομίσματα.
Από τότε που είχε πεθάνει ο πατέρας, οι
καιροί είχαν δυσκολέψει πολύ για να το ρισκάρει να λείψει από τη δουλειά
όταν η γιαγιά αρρώσταινε ή έλειπε από την πόλη.
Όταν ο φίλος της κοπέλας τηλεφώνησε για
να της προτείνει μια βόλτα με το καινούριο του αυτοκίνητο, η Μαρίνα δεν
δίστασε και πολύ. Άλλωστε, τα παιδιά κοιμούνταν όπως κάθε απόγευμα, και
δεν θα ξυπνούσαν πριν τις πέντε.
Μόλις άκουσε την κόρνα, άρπαξε την
τσάντα της κι άφησε ανοιχτό το ακουστικό του τηλεφώνου. Προνόησε να
κλειδώσει την πόρτα του δωματίου και φύλαξε το κλειδί στην τσέπη της.
Δεν ήθελε να διακινδυνέψει να ξυπνούσε ο Πάντσο και να κατέβαινε τη
σκάλα για να την ψάξει, γιατί, όπως και να ‘χει, ήταν μόνο έξι χρόνων,
και με την παραμικρή απροσεξία μπορούσε να σκοντάψει και να χτυπήσει.
Επίσης, σκέφτηκε ότι αν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήξερε πώς να εξηγήσει
στην μητέρα το λόγο για τον οποίο το παιδί δεν την είχε βρει.
Ίσως να ήταν ένα βραχυκύκλωμα στην
τηλεόραση ή σε κάποιο από τα φώτα στου σαλονιού, ή μπορεί μια φλόγα στα
καυσόξυλα — το θέμα είναι ότι όταν οι κουρτίνες άρχισαν να καίγονται, η
φωτιά έφτασε γρήγορα στην ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στα υπνοδωμάτια.
Τον ξύπνησε ο βήχας του μωρού, εξαιτίας
του καπνού που περνούσε κάτω απ’ την πόρτα. Χωρίς να σκεφτεί, ο Πάντσο
πήδηξε απ το κρεβάτι και πίεσε με δύναμη το πόμολο για ν’ ανοίξει την
πόρτα, αλλά δεν τα κατάφερε.
Όπως και να ‘χει, ακόμα κι αν το είχε
καταφέρει, οι φλόγες θα είχαν καταβροχθίσει τον ίδιο και τον λίγων μηνών
αδερφό του σε ελάχιστα λεπτά.
Ο Πάντσο φώναξε τη Μαρίνα, αλλά κανείς
δεν απάντησε στην έκκλησή του. Έτσι, έτρεξε στο τηλέφωνο του δωματίου
(αυτός ήξερε πώς να παίρνει τηλέφωνο τη μαμά του) αλλά δεν υπήρχε
γραμμή.
Ο Πάντσο συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να
βγάλει τον αδερφό του από ‘κει μέσα. Προσπάθησε να ανοίξει το παράθυρο
που έβγαζε στο περβάζι, αλλά ήταν αδύνατο για τα μικρά του χέρια να
λύσει την ασφάλεια και —ακόμα και αν τα κατάφερνε—, θα έπρεπε να
ξεμπλέξει το συρμάτινο πλέγμα που οι γονείς του είχαν βάλει για
προστασία.
Όταν οι πυροσβέστες τελείωσαν με το σβήσιμο της φωτιάς, το θέμα συζήτησης όλων ήταν το ίδιο:
—Πώς μπόρεσε αυτό το τόσο μικρό παιδί να σπάσει με την κρεμάστρα το τζάμι και μετά τη σήτα;
—Πως μπόρεσε να φορτώσει το μωρό στο σακίδιο;
—Πώς μπόρεσε να περπατήσει στο περβάζι κουβαλώντας σημαντικό βάρος και να κατέβει από το δέντρο;
—Πώς μπόρεσε να σώσει τη ζωή του αδελφού του και τη δική του;
Ο ηλικιωμένος πυροσβέστης, άνθρωπος σοφός που όλοι σέβονταν, τους έδωσε την απάντηση:
Ο μικρός Πάντσο ήταν μόνος… Δεν είχε κανέναν να του πει ότι δεν θα μπορούσε!
———
Είναι μια υπέροχη ιστορία του Μπουκάι… και κλείνει μέσα της μια τεράστια
αλήθεια: Όταν η καρδιά και ο νους πάρουν φωτιά από ένα μεγάλο θέλω,
τίποτα δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιό τους. Μα τίποτα…
Το τεράστιο δυναμικό που υπάρχει μέσα
μας πάντα υπηρετεί και πάντα βρίσκει λύση στα μεγάλα μας θέλω. Πάντα
βρίσκει τρόπο, έξω από κάθε λογική, να παρακάμπτει τα εμπόδια και τα
αδιέξοδα και να φτάνει στο αποτέλεσμα που αναζητά.
Είναι μια φυσική ικανότητα του κάθε ανθρώπινου νου, της κάθε ανθρώπινης καρδιάς. Γεννηθήκαμε έτσι.
Αλλά τότε, γιατί παιδευόμαστε,
αγωνιζόμαστε, χτυπιόμαστε και τις περισσότερες φορές με αποτελέσματα όχι
και τόσο ικανοποιητικά για μας;
Μα, γιατί αφήσαμε εκεί πίσω στα πρώτα
παιδικά μας χρόνια την γνώση της μεγαλοσύνης του νου και της καρδιάς μας
και μάθαμε την τέχνη της επιβίωσης!
Μάθαμε ότι ο εαυτός μας είναι τόσος όσος
μπορεί να χωρέσει μέσα στα πλαίσια μιας τετράγωνης λογικής. Μάθαμε να
στριμώχνουμε ένα ελεύθερο υπέροχο πνεύμα που ο κάθε εαυτός έχει μέσα του
στα κουτιά μιας “κοινής λογικής”. Μάθαμε να βάζουμε όρια στις
ικανότητές μας, να μικραίνουμε τα θέλω της καρδιάς μας, να γίνονται τόσα
όσο να χωράνε στα προσωπικά μας κουτιά – χρυσά πολλές φορές χλιδάτα και
αναπαυτικά – αλλά κουτιά του κάθε υπέροχού μας εαυτού, του δικού μου,
του δικού σου, όλων μας…
Και βέβαια η αλήθεια γι’ αυτό που
είμαστε – που είναι κάτι πολύ περισσότερο, πολύ πιο πολύτιμο από ό,τι κι
αν πιστεύουμε ότι είμαστε αυτή την στιγμή – είναι πάντα ζωντανή μέσα
μας. Απλά κάπου κρυμμένη σε μια γωνιά της καρδιάς μας και ζητάει και
πάντα θα ζητάει να βγει στο φως, να εκδηλωθεί.
Δεν μπορείς να αλυσοδένεις μια δύναμη!
Σου στέλνει μηνύματα μέσα από τα συναισθήματα του ανικανοποίητου, της
βαρεμάρας… Δεν μπορείς να κρατάς στα σκοτάδια μια δύναμη…
Αυτός ο υπέροχος, μοναδικός και τόσο πολύ ικανός εαυτός που υπάρχει μέσα μας, θέλει να τα έχει όλα!
Και του αξίζουν όλα. Γιατί τα δικαιούται
όλα. Του αξίζει η αγάπη, του αξίζει η χαρά, του αξίζει η αφθονία, του
αξίζουν τα πάντα, γιατί είναι τα πάντα. Γιατί έχει τις ικανότητες να
προσφέρει όλα όσα η καρδιά του επιθυμεί στον εαυτό του και τη ζωή του.
Τα προβλήματα είναι η πρόκληση στη
δύναμή σου. Σου ζητάν να αναγνωρίσεις το ποια στ’ αλήθεια είναι αυτή η
υπέροχη δύναμη που μπορεί να κάνει τα πάντα για σένα.
Τα προβλήματα είναι φίλοι σου, λίγο
περίεργοι φίλοι ομολογουμένως, που σε σπρώχνουν και σε αναγκάζουν να
βγάλεις στο φως αυτόν τον μοναδικά υπέροχο εαυτό που έχει ακόμα
κλειδωμένα μέσα του τόσες πολλές ικανότητες και ομορφιές και θαύματα.
Με μεγάλη πίστη και αγάπη στις άπειρες ικανότητες και ομορφιές που έχουμε μέσα μας,
Βένα Καλογήρου