Επιλέγουμε πολύ προσεκτικά το άτομο το οποίο ερωτευόμαστε. Για να
πραγματοποιήσουμε αυτή την επιλογή, χρησιμοποιούμε ως οδηγητή μια
εσωτερική, ασυνείδητη κυρίως, ερωτική εικόνα.
Η ερωτική εικόνα βασίζεται σε ισχυρές συναισθηματικές εμπειρίες που
αποκτούν τα παιδιά στη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής τους. Η
μητέρα και ο πατέρας και όποιος άλλος έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παιδική
ηλικία επηρεάζουν την ανάπτυξη των εσωτερικών ερωτικών εικόνων με δύο
πρωταρχικούς τρόπους:
• Με τον τρόπο που εκφράστηκε ή δεν εκφράστηκε η αγάπη προς το παιδί. «Ο
πατέρας μου όλο μου έλεγε ότι μ' αγαπάει, αλλά οι πράξεις του κάθε άλλο
παρά αυτό έδειχναν. [Με το φίλο μου] πάλι έτσι είναι, δηλαδή μού το
λέει, αλλά οι πράξεις του δεν το αποδεικνύουν».
• Με τον τρόπο που εκφράστηκε ή δεν εκφράστηκε η αγάπη μεταξύ των
γονιών. «Κάτι στο δεσμό μου με εκείνον μου θύμιζε τον τρόπο που
συμπεριφερόταν η μητέρα μου προς τον πατέρα μου: πολύ υπομονετική, πολύ
καλή ακροάτρια».
Η θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων, περισσότερο από τις άλλες
θεωρίες, εστιάζεται στην ψυχολογική κατάσταση του ερωτευμένου. Η λέξη
«αντικείμενο» αναπλάθει την εικόνα του άψυχου. Όμως η σημασία της λέξης
σε σχέση με τη θεωρία των αντικειμενότροπων σχέσεων είναι πολύ
διαφορετική.
Το αντικείμενο είναι μια εσωτερική αναπαράσταση ενός προσώπου, ενός
πράγματος, μιας σχέσης ή ενός γεγονότος που έχει γίνει τμήμα του ψυχικού
κόσμου του ατόμου.
Οι σχέσεις μεταξύ εραστών, όπως και άλλες προσωπικές σχέσεις, είναι πάντα «αντικειμενότροπες».
Το πεινασμένο μωρό δεν έχει εσωτερική εικόνα της μητέρας, γι' αυτό και
κλαίει. Μόλις η μητέρα «εσωτερικευθεί», το μωρό μπορεί να αντιμετωπίσει
την παροδική απουσία της. Η εσωτερικευμένη εικόνα της δηλώνει ότι θα
επιστρέψει.
Στους ενηλίκους, το εσωτερικευμένο αντικείμενο της μητέρας εμπεριέχει τη
συγκεκριμένη αναπαράσταση της μητέρας τους, πώς ήταν σε διαφορετικά
στάδια της ζωής της, όπως και μια αφηρημένη εικόνα η οποία επηρεάζεται
από πολιτισμικά στερεότυπα και σπουδές, συλλογές μύθων περί μητρότητας.
Η οθόνη που φιλτράρει τα αντικείμενα ορίζεται από την ηλικία, την κληρονομικότητα και τις εμπειρίες του παρελθόντος..
Ένα μωρό αντιλαμβάνεται τη μητέρα διαφορετικά από έναν άνθρωπο πενήντα ετών.
Όλες οι εσωτερικευμένες εικόνες φυλάσσονται ταυτόχρονα στην ψυχή.
Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι εκπλήσσονται όταν βλέπουν το πόσο
ηλικιωμένοι και αδύναμοι φαίνονται οι μητέρες και οι πατέρες τους όταν
φτάσουν σε μεγάλη ηλικία.
Οι καινούργιες εικόνες έρχονται σε αντιπαράθεση με τις εικόνες από την παιδική τους ηλικία, όπου ο γονιός ήταν νέος και δυνατός.
Η εμπειρία της ενότητας με τη μητέρα, στη διάρκεια του πρώτου σταδίου
συμβίωσης — όταν γίνεται η ανάπτυξη του μωρού, είναι ο θεμέλιος λίθος
της ικανότητας δημιουργίας ερωτικών σχέσεων.
Η ψυχολογική γέννηση εξελίσσεται από την ηλικία των έξι μηνών μέχρι των
τριών χρόνων. Όταν το παιδί περάσει με επιτυχία αυτά τα στάδια, το
αποτέλεσμα είναι «το πρώτο στάδιο ταυτότητας».
Το «επίπεδο διαφοροποίησης» που μπορεί να επιτευχθεί από την οικογένεια
μας ασκεί σημαντική επίδραση στην ποιότητα της ερωτικής σχέσης. Δηλαδή
μπορεί να θεωρηθεί ότι, εάν η πρώτη δυαδική εμπειρία με την μητέρα είναι
τρυφερή και στοργική, «θα έχει γίνει το πρώτο, και ίσως το πιο
σημαντικό, βήμα προς έναν επιτυχημένο γάμο» (Dicks, 1967).
Τι συμβαίνει όταν η αρχική εμπειρία με τη μητέρα δεν είναι τρυφερή ή
στοργική; Όταν το παιδί αντιλαμβάνεται ότι θεωρείται εγκαταλελειμμένο ή
κατατρεγμένο ή απορριπτέο από το γονιό;
Το παιδί αντιμετωπίζει την απογοήτευση εσωτερικεύοντας μέρη του
αγαπημένου/μισητού γονιού, προσπαθώντας να τον ελέγχει στον εσωτερικό
του κόσμο.
Το απογοητευτικό αντικείμενο υφίσταται διάφορους «διχασμούς», οι οποίοι
καταπνίγονται και εσωτερικεύονται ασυνείδητα δηλαδή ενδοβάλλονται.
Οι εσωτερικεύσεις αυτές, εμπεριέχουν τα κατάλοιπα των βρεφικών αναγκών, όπως και την αντίδραση του γονιού σε αυτές.
Το εγώ μπορεί να αναπτύξει αίσθηση κατωτερότητας και ευτέλειας, κάτι που
αντικατοπτρίζει την αδυναμία του μωρού, όπως και την αίσθηση του
στομφώδους και της παντοδυναμίας —την αντίληψη του μωρού σχετικά με την
παντοδυναμία του γονιού!
Ο εαυτός αναπτύσσεται γύρω από αυτές τις ασυνείδητες ενδοβολές και η
ύπαρξη και των δύο άκρων πιθανόν να εμφανιστούν σε αυτόν [τον εαυτό].
Όταν βλέπουμε την υπεροπτική και κενόδοξη συμπεριφορά ενός ατόμου
—αποδείξεις της ύπαρξης μιας στομφώδους προβολής—, μπορούμε να
υποθέσουμε με ασφάλεια ότι το άτομο θα έχει ενδοβάλει και συναισθήματα
ανασφάλειας και αίσθησης κατωτερότητας τα οποία και καταπιέζει!
Όταν συναντάμε ένα άτομο που αισθάνεται συνέχεια ότι οι άλλοι το
εκμεταλλεύονται και το χρησιμοποιούν, το πιθανότερο είναι ότι, εκτός
έχει εσωτερικεύσει ενδοβάλει τη πλευρά του θύματος, θα συναντήσουμε
επίσης μια επίσης εσωτερικευμένη μη εκφραζόμενη αλλά καταπιεσμένη
εχθρική, επιθετική και καταστρεπτική ενδοβολή.
Στις περισσότερες περιπτώσεις το άτομο έχει επίγνωση μόνο της μιας
πλευράς αυτής της δυαδικότητας, της πλευράς στην οποία αισθάνεται θύμα
,ενώ καταπιέζει τις πλευρές του εχθρικού και επιθετικού εαυτού!
Οι καταπιεσμένες πλευρές θα εκφραστούν , μέσα από την προβλητική ταύτιση, δηλαδή μέσα από το σύντροφό μας!
Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή, γίνονται
αντιληπτοί και κατανοητοί ,υπό το φως του εσωτερικού μας κόσμου ,ο
οποίος είναι γεμάτος εσωτερικά γονεϊκά αντικείμενα ή πιο απλά πως οι
γονείς μέσα μας και ο τρόπος που τους έχουμε καταπιεί, καθορίζουν τις
ενήλικες σχέσεις μας, οι οποίες προβάλουν σα καθρέφτης, αυτά τα
εσωτερικά μας κομμάτια!
Ο έρωτας είναι λοιπόν μια ασυνείδητη επιλογή του συντρόφου εκείνου που
ταιριάζει στο καταπιεσμένο, αποσχισμένο (διαιρεμένο) τμήμα του εαυτού
(Dicks, 1967).
Μόλις ο σύντροφος βρει τρόπο έκφρασης ή θεωρήσει ότι βρήκε τρόπο
έκφρασης του καταπιεσμένου τμήματος του εαυτού, δεν υπάρχει λόγος να
παραδεχτεί την ύπαρξη του.
Μια γυναίκα που δεν αισθάνεται αγαπητή, διότι έτσι ένιωθε όταν ήταν
παιδί, είναι πολύ πιθανό να επιλέξει έναν άντρα που δεν εκφράζει την
αγάπη. Με αυτό τον τρόπο μπορεί εκείνη να κατηγορεί εκείνον για την
άσχημη αίσθηση που έχει η ίδια για τον εαυτό της.
Ένας άντρας που αισθάνεται κατώτερος, διότι έτσι αισθανόταν όταν ήταν
παιδί, είναι πολύ πιθανό να επιλέξει μια αυστηρή και επικριτική γυναίκα.
Με αυτό τον τρόπο μπορεί να κατηγορεί εκείνη για το συναίσθημα
κατωτερότητας που νιώθει.
Ενώ η γυναίκα θα συνεχίσει να παραπονιέται ότι ο σύντροφος της δεν της
δείχνει αγάπη και ο άντρας θα συνεχίσει να παραπονιέται για την αυστηρή
κριτική της συντρόφου του, το πιθανότερο είναι να παραμείνουν και οι δύο
με τους συντρόφους τους.
Ο λόγος; Μας είναι πολύ πιο εύκολο να είμαστε με ένα/μια σύντροφο ο/η
οποίος/α παρέχει μια εξωτερική δικαίωση των κακών συναισθημάτων που
τρέφουμε για τον εαυτό μας, παρά να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτά τα
συναισθήματα μέσα μας, στον εαυτό μας.
Επίσης, όταν οι σύντροφοι είναι αδιαφοροποίητοι, αποτέλεσμα κάποιων
τραυματικών εμπειριών απόρριψης, εγκατάλειψης ή κατατρεγμού που βίωσαν
στην παιδική τους ηλικία, τα συναισθήματα τους σε σχέση με αυτά τα
καταπιεσμένα και απορριπτέα μέρη του εαυτού τους είναι ιδιαίτερα
αρνητικά ή αλληλοσυγκρουόμενα/αμφίθυμα.
Εφόσον η ανάγκη άρνησης της ύπαρξης αυτών των καταπιεσμένων τμημάτων
είναι ιδιαίτερα ισχυρή, με τον ίδιο τρόπο η ανάγκη εύρεσης ενός/μιας
συντρόφου ο/η οποίος/α τα εκφράζει είναι το ίδιο ισχυρή.
Όταν ανακαλύψουν αυτό το κομμάτι σε έναν πιθανό σύντροφο, τον ερωτεύονται «τρελά».
Μπορεί η αγάπη τους να είναι, στα μάτια των άλλων, υπερβολική,
καταστροφική ή ακόμα και παρανοϊκή, αλλά είναι απόλυτα λογική για
εκείνους, εάν λάβουμε υπόψη μας τις υποσυνείδητες ανάγκες τους.
Αφού έχουν ερωτευθεί, ενθαρρύνουν ασυνείδητα το/τη σύντροφο τους να εκφράσει αυτά τα καταπιεσμένα και απορριπτέα σημεία.
Αντίθετα με τη γνωστή ρήση πως, για να μπορέσουμε να αγαπήσουμε τους
άλλους, θα πρέπει πρώτα να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, ο ψυχαναλυτής
Theodor Reik παρατήρησε:
ότι όσο πιο αρνητική είναι η εκτίμηση που έχουμε για τον εαυτό μας τόσο
πιο πιθανό είναι να ερωτευθούμε. Οι άνθρωποι αισθάνονται την έλλειψη
κάποιων στοιχείων στον εαυτό τους και ψάχνουν να τα βρουν στο/στη
σύντροφο.
Όταν ερωτεύονται, γράφει ο Reik, προβάλλουν στον/στην αγαπημένο/η τις ανεκπλήρωτες φαντασιώσεις τους (1964).
Η προβολή των αποσχισμένων (διαιρεμένων) τμημάτων του εαυτού,
αποσχισμένη (διαιρεμένη) προβολή, συμβαίνει και στους δύο συντρόφους, με
τον καθένα να προσπαθεί να εκφράσει τα σημεία που έχει απαρνηθεί ή
καταπιέσει μέσω του/της συντρόφου.
Για παράδειγμα, μια γυναίκα η οποία έχει εσωτερικεύσει τις τραυματικές
εμπειρίες της παιδικής της ηλικίας, συνήθως, τοποθετεί τον εαυτό της στη
θέση του θύματος. Καταπνίγοντας τη βίαιη πλευρά της , την οποία
προβάλει στο σύντροφο της.
Η γυναίκα αυτή έχει ανάγκη από έναν αγενή και προσβλητικό άντρα, έτσι
ώστε να προβάλλει σε αυτόν την υποσυνείδητη, απολίτιστη, βίαιη,
καταπιεσμένη αποσχισμένη πλευρά του εαυτού της.
Η εσωτερικευμένη σύγκρουση την ωθεί στην εύρεση ενός συντρόφου που θα
μπορέσει να καλύψει αυτή την ανάγκη, προς μεγάλη έκπληξη και ανησυχία
της οικογένειας της και των φίλων της, οι οποίοι δεν μπορούν να
καταλάβουν τι βρίσκει μια γλυκιά και ευγενική γυναίκα σε έναν βίαιο και
αγενή τύπο. Η απάντηση είναι απλή. Σε εκείνον βρίσκει το αποσχισμένο
τμήμα του εαυτού της.
Ο εραστής της έχει επίσης εσωτερικεύσει μια βίαιη σύγκρουση μεταξύ θύτη
και θύματος από την παιδική του ηλικία. Όμως, στην περίπτωση του, το
τμήμα που αποσχίστηκε και καταπιέστηκε είναι το τμήμα του Θύτη.
Εφόσον η προβολή αντιπροσωπεύει μια υποσυνείδητη, πρωτόγονη ανάγκη, πολύ
συχνά το άτομο που την προβάλλει «δε βλέπει» τις συμπεριφορές που είναι
ασύμφωνες με αυτή την προβολή.
Επομένως, η γυναίκα είναι πιθανό να θεωρήσει αγενή και επιθετική τη συμπεριφορά του άντρα, ακόμα κι όταν δεν είναι.
Παρομοίως, ο άντρας είναι πολύ πιθανό να δει τη γυναίκα ως θύμα ακόμα κι όταν εκείνη δεν είναι.
Όπως φαίνεται από το παράδειγμα, οι σύντροφοι τείνουν να έχουν τις ίδιες
εσωτερικευμένες συγκρούσεις και, σε μια αμοιβαία διαδικασία, προβάλλουν
ο ένας στον άλλο τα συμπληρωματικά, υποσυνείδητα και καταπιεσμένα,
αποσχισμένα μέρη του εαυτού τους.
Ακόμη, κάθε σύντροφος ταυτίζεται με τα μέρη που ο/η άλλος/η σύντροφος
προβάλλει σε αυτόν/αυτήν. Το αποτέλεσμα ονομάζεται προβλητική ταύτιση.
Η προβλητική ταυύτιση είναι ίσως η πιο σημαντική συνεισφορά της
αντικειμενότροπης θεωρίας στην κατανόηση της διαδικασίας του έρωτα και
της δυναμικής του ζευγαριού.
Ο άντρας του οποίου η σύζυγος προβάλλει σε αυτόν την επιθετική,
δυναμική, γονεϊκή, κυριαρχική, αποσχισμένη πλευρά της εσωτερικεύει αυτή
την προβολή, ταυτίζεται με αυτή και θεωρεί τον εαυτό του έτσι όπως
θεωρείται από τη σύζυγο του.
Παρομοίως, η γυναίκα ταυτίζεται με την προβολή του συζύγου της και
θεωρεί τον εαυτό της έτσι όπως θεωρείται από εκείνον, το υποταγμένο,
παθητικό ή ανώριμο, αδύναμο και αποσχισμένο τμήμα του.
Με αυτό τον τρόπο, εσωτερικά, υποσυνείδητες συγκρούσεις του/της συντρόφου εξωτερικεύονται στο ζευγάρι ως τύποι σύγκρουσης.
Μια παρόμοια διαδικασία εξηγεί το λόγο για τον οποίο μερικές γυναίκες
ερωτεύονται και μένουν με άντρες που τις κακομεταχειρίζονται.
Όσο λιγότερο ολοκληρωμένα είναι τα ζευγάρια τόσο πιο παιδιάστικες είναι
οι ανάγκες τους και τόσο πιο έντονες είναι οι συγκρούσεις τους. Όταν δυο
άνθρωποι ερωτεύονται, προβάλλουν ο ένας στον άλλο τις αποσχισμένες και
καταπιεσμένες πλευρές τους.
Μια γυναίκα που έχει μάθει να καταπιέζει την ανάγκη αυτονομίας και
ανεξαρτησίας προβάλλει αυτή την απουσία (αποτέλεσμα της καταπίεσης) στο
σύζυγο της. Έτσι, εκείνος εμφανίζεται πιο ανεξάρτητος απ' ό,τι είναι
στην πραγματικότητα.
Ο άντρας που έχει μάθει να καταπιέζει την εξάρτηση του και την ανάγκη
του για τρυφερότητα προβάλλει αυτές τις πλευρές στη γυναίκα του, με
αποτέλεσμα εκείνη να φαίνεται πιο εξαρτημένη και αδύναμη απ' ό,τι είναι
στην πραγματικότητα.
Υπάρχουν πρότυπα συμπληρωματικού αμυντικού ύφους στα ζευγάρια. Τα πιο
συνηθισμένα συμπληρωματικά πρότυπα, σύμφωνα με την πρωτοποριακή εργασία
του Mittelman (1994), είναι:
• Ο ένας σύντροφος είναι κυριαρχικός και επιθετικός, ενώ ο άλλος είναι υποχωρητικός και μαζοχιστής.
• Ο ένας σύντροφος είναι συναισθηματικά απόμακρος, ενώ ο άλλος έχει την ανάγκη στοργής και τρυφερότητας.
• Ο ένας σύντροφος έχει την ανάγκη φροντίδας, ενώ ο άλλος είναι παντοδύναμος.
• Και οι δύο σύντροφοι βρίσκονται σε έναν αδιάκοπο και εχθρικό αγώνα επιβολής ελέγχου.
Όταν οι εραστές διαφοροποιούνται, η μεταξύ τους εγγύτητα συμβαίνει χωρίς
να χάνουν την ατομικότητα τους. Αυτά τα ζευγάρια αισθάνονται πολύ κοντά
ο ένας στον άλλο και ενθαρρύνουν την προσωπική ανάπτυξη μεταξύ τους.
Αυτό είναι σχεδόν αδύνατο εάν τα άτομα δεν είναι διαφοροποιημένα.
Όταν το επίπεδο διαφορετικότητας σε ένα ζευγάρι είναι πολύ χαμηλό, κάθε
προσπάθεια ανάπτυξης ανεξάρτητης ταυτότητας του ενός έναντι του άλλου
θεωρείται απειλή για τη σχέση.
Οι σύντροφοι αντιδρούν νιώθοντας πληγωμένοι, και επιτίθενται ή
αποσύρονται: ο κατακλυσμός συναισθημάτων είναι συχνός και η επικοινωνία
πολύ αδύναμη.
Η απώλεια της αίσθησης σιγουριάς σε μια μη διαφοροποιημένη προσωπικότητα
εμποδίζει τους συντρόφους να αναλάβουν τις ευθύνες τους για
συναισθήματα ανασφάλειας και ανεπάρκειας.
Αντί αυτού, τείνουν να κατηγορούν ο ένας τον άλλο και να έχουν την
αδιάλλακτη άποψη ότι, εάν ο άλλος σύντροφος ήταν διαφορετικός, αυτά τα
συναισθήματα ανασφάλειας, ανεπάρκειας και οδύνης θα ήταν πολύ πιο ήπια
(Meissner, 1978).
Εφόσον οι μη διαφοροποιημένοι σύντροφοι προσπαθούν να ικανοποιήσουν
ασυνείδητες βρεφονηπιακές ανάγκες και απογοητεύσεις μέσα από το/τη
σύντροφο ο/η οποίος/α δεν είναι δυνατόν να τις καλύψει το αναμενόμενο
αποτέλεσμα είναι οδύνη, απόγνωση, απογοήτευση, αίσθημα ανικανοποίητου,
εχθρότητα και ατελείωτες συγκρούσεις.
Όταν κανένας από τους δύο συντρόφους δεν υποχωρεί, αναπτύσσεται ένας
τύπος οργισμένου, ανικανοποίητου, πληγωμένου έρωτα, αναπτύσσεται μια
εχθρική εξάρτηση ζωής και θανάτου.
Κάθε σύγκρουση, ακόμη και η πιο τετριμμένη, κλιμακώνεται και χρωματίζεται με τεράστια σπουδαιότητα.
Οι σύντροφοι δηλώνουν ότι αγαπιούνται απελπιστικά πολύ, ότι δεν μπορούν
να ζήσουν μακριά ο ένας από τον άλλο, αλλά επίσης δεν μπορούν να ζήσουν
με τον πόνο που προκαλούν ο ένας στον άλλο.
Κλείνοντας ,κάντε μια αναδρομή στους συντρόφους σας, υπήρχε μια
επανάληψη στην επιλογή σας; Ποιο αποσχισμένο κομμάτι του εαυτού σας
έβγαζαν στην επιφάνεια