«Το καθεστώς της Σπάρτης αντιμετωπιζόταν από την αρχαιότητα ακόμη ως ένα κοινωνικό φαινόμενο εντελώς ιδιόρρυθμο και ακατανόητο»
λέει ο ιστορικός κ. Πανταζής ο οποίος αναπτύσσει τη δική του θεωρία για τις ρίζες της μοναδικής αυτής κοινωνίας που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από το πουθενά.
Κορμός και κεφαλή προτεταμένα
Εντυπωσιακό κράνος. Και ένα πρόσωπο με μεγάλα μάτια, επιμελημένη μυτερή γενειάδα και... εντελώς ξυρισμένο μουστάκι. Αυτό είναι το πορτρέτο του σπαρτιάτη οπλίτη (παλαιότερα είχε αποδοθεί στον Λεωνίδα) από τον ναό της Χαλκιοίκου Αθηνάς της Σπάρτης. Οι Σπαρτιάτες δηλαδή δεν είχαν μουστάκι; Γιατί δεν είναι η μόνη περίπτωση στην οποία σημειώνεται η έλλειψη μύστακος παρά τοις Λακεδαιμονίοις. Πόσο μάλλον που όπως λένε τα αρχαία κείμενα ήταν θεσμοθετημένη στην αρχαία Σπάρτη διά νόμου:
«...αλλά την πολιτείαν μάλιστα συνέχεσθαι φόβω νομίζοντες. διό και προεκήρυττον οι έφοροι τοις πολίταις εις την αρχήν εισιόντες ως Αριστοτέλης φησί,κείρεσθαι τον μύστακα και προσέχειν τοις νόμοις,ίνα μη χαλεποί ώσιν αυτοίς, το του μύστακος, οίμαι, προτείνοντες,όπως και περί τα μικρότατα τους νέους πειθαρχείν εθίζουσι», όπως αναφέρει ο Πλούταρχος επικαλούμενος τον Αριστοτέλη.
Το ερώτημα όμως, αν και σε πρώτη ανάγνωση μπορεί να φαίνεται γραφικό ή εν πάση περιπτώσει διόλου αξιόλογο προκειμένου να ασχοληθεί μαζί του ένας ιστορικός (αρχαίος ή σύγχρονος), είναι σε θέση εν τούτοις να οδηγήσει σε άκρως ενδιαφέροντα μονοπάτια. Η καταγωγή των Λακεδαιμονίων, το ιδιαίτερο καθεστώς της Σπάρτης, αλλά και οι συνήθειές τους, που ακόμη και οι πιο προσωπικές ήταν υποχρεωτικές, είναι μερικά από αυτά.
Μπορεί λοιπόν το μυστήριο του ξυρισμένου μύστακος να ήταν η αφορμή, ο ιστορικός όμως κ. Βαγγέλης Πανταζής στο πλαίσιο ευρύτερης εργασίας του σχετικά με την πολιτική γεωγραφία της μυκηναϊκής Πύλου αλλού στοχεύει: στην αναζήτηση των πηγών της σπαρτιατικής κοινωνίας.
«Το καθεστώς της Σπάρτης αντιμετωπιζόταν από την αρχαιότητα ακόμη ως ένα κοινωνικό φαινόμενο εντελώς ιδιόρρυθμο και ακατανόητο» λέει ο κ. Πανταζής. Περιέργεια, φόβος και θαυμασμός ήταν τα συναισθήματα των ανθρώπων των άλλων ελληνικών πόλεων απέναντι στους Σπαρτιάτες- ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσαν συχνά το σπαρτιατικό παράδειγμα για τη διατύπωση θεωριών για την ιδανική πολιτεία-, αλλά τα ερωτήματα σχετικά με αυτό το καθεστώς ουδέποτε απαντήθηκαν πειστικά. Γιατί ούτε λίγο ούτε πολύ έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει από το πουθενά.
Αυτοί οι έφοροι αίφνης, που είχαν ως μοναδικό καθήκον να ελέγχουν αν οι πολίτες είχαν ξυρισμένο μουστάκι, σίγουρα ήταν ένα «σώμα» εντελώς ξένο με τις συνήθειες των άλλων πόλεων. Άλλωστε, όπως επισημαίνει ο κ. Πανταζής, σε κάθε κοινωνία ελεύθερων ανθρώπων μια τέτοια επέμβαση στην προσωπική εμφάνιση των πολιτών θα θεωρούνταν αδιανόητη. Το ίδιο συνέβαινε και με τους άλλους αρχαίους Έλληνες, παρ΄ ότι αποδέχονταν τη συγκεκριμένη ιδιορρυθμία κατά τούτο: ότι ήταν απαραίτητη για την καλλιέργεια της πειθαρχίας και της στρατιωτικής αρετής των Σπαρτιατών. Πώς άραγε;
Μισθοφόροι
«Μόνον σε στρατώνα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοιου είδους ομοιόμορφη εμφάνιση. Γι΄ αυτό, όταν οι Αθηναίοι κατηγορούσαν τους Σπαρτιάτες ότι είχαν μια κοινωνία σαν στρατώνα, κυριολεκτούσαν!» λέει ο κ. Πανταζής. Και προχωρεί στη διατύπωση της δικής του, τολμηρής, πρότασης για την ερμηνεία της προέλευσης του σπαρτιατικού καθεστώτος:
«Επρόκειτο για κατάλοιπο μιας άλλης εποχής και ενός άλλου θεσμού. Ήταν η επιβίωση στρατοπέδου μισθοφόρων της Μυκηναϊκής εποχής, το οποίο, μετά την κατάρρευση του ανακτορικού καθεστώτος που υπηρετούσε,αυτονομήθηκε και συνέχισε να υπάρχει αυτοτελώς διατηρώντας τους μηχανισμούς του και τηρώντας σταθερά τις αξίες του».
Για τον ίδιο μάλιστα, ακόμη και το γεγονός ότι η Σπάρτη δεν είχε τείχη για την προστασία της, όπως συνέβαινε με τις άλλες πόλεις- και παρ΄ ότι διακατεχόταν από την έμμονη ιδέα του πολέμου και της εξέγερσης των ειλώτων-, συνηγορεί υπέρ αυτής της άποψης. Όπως λέει,«τα τείχη προορίζονταν για την προστασία των αρχόντων, όμως οι οπλίτες της δεν ανήκαν αρχικώς σε αυτή την τάξη, αλλά σε ένα υπαίθριο στρατόπεδο σωμάτων ασφαλείας της άρχουσας τάξης».
Οι Δωριείς
Απαραίτητοι σε μεγάλο βαθμό για τα ανακτορικά καθεστώτα της Εποχής του Χαλκού οι μισθοφόροι προέρχονταν από φτωχότερες χώρες και τοποθετούνταν σε καίριες θέσεις, ενώ ταυτόχρονα επιτάσσονταν οι οικισμοί των περιοίκων για να τους εξασφαλίζουν τη συντήρηση. «Ο χαρακτηρισμός “δωριεύς”- δόρυ και-ευς- ταιριάζει σε επαγγελματία χρήστη του δόρατος και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον πληθυσμό των νοτιοδυτικών περιοχών της Ελλάδας, όπου απαντούσαν τα περισσότερα στρατόπεδα Δωριέων που ξεχώριζαν από τη διάλεκτό τους» είναι η άποψη του ερευνητή.
«Τα μινωικά αρχικώς και εν συνεχεία τα μυκηναϊκά καθεστώτα αντέγραψαν θεσμούς των καθεστώτων της Εγγύς Ανατολής» προσθέτει ο κ. Πανταζής, αναφερόμενος ιδιαίτερα στον «κρατήρα των πολεμιστών» από τις Μυκήνες στον οποίο απεικονίζονται πολεμιστές με περικεφαλαία και οπλισμό όμοια με εκείνα των μισθοφόρων του Λεβάντε (αλλά και με ξυρισμένο μουστάκι και αντίστοιχα ομοιόμορφα περιποιημένη γενειάδα). «Αυτός ήταν ένας τρόπος να ξεχωρίζουν τα όργανα της τάξεως από τους ανακτορικούς αξιωματούχους- οι οποίοι σύμφωνα με τις σωζόμενες παραστάσεις είτε ξύριζαν γενειάδα και μύστακα είτε έτρεφαν γενειάδα και μύστακα- αλλά και από τους απλούς υπηκόους που μπορούσαν να μένουν ατημέλητοι» λέει.
Οι θεωρίες
Πρωτοπόρος της υπόθεσης ότι οι Δωριείς δεν ήταν κάποιο φύλο που ήρθε στην Ελλάδα απ΄ έξω ως κατακτητής ήταν ο αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος («Η “δωρική εισβολή” και τα αρχαιολογικά ευρήματα»), ενώ ο μεγάλος κλασικός φιλόλογος Τζον Τσάντγουικ («Οι μυκηναίοι Δωριείς») είχε υποστηρίξει ότι οι Δωριείς ενυπήρχαν στον μυκηναϊκό κόσμο, πιθανώς μάλιστα ως το φτωχότερο και υποτελές σώμα του.
Ακολούθως ο γλωσσολόγος Ε. Ριχ απέδειξε ότι είναι απίθανο να υπήρξε ιωνική διάλεκτος κατά τη Μυκηναϊκή εποχή και ο Γκαρσία Ραμόν έδειξε με σαφή στοιχεία ότι και η αιολική διάλεκτος προέκυψε κατά τους μεταμυκηναϊκούς χρόνους, ενώ αντίθετα η δωρική ανιχνεύεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής.
Ετσι και ο ιστορικός κ. Βαγγέλης Πανταζής απορρίπτει τις επικρατούσες ως σήμερα θεωρίες για τη φύση και την προέλευση του καθεστώτος των Λακεδαιμονίων. Είτε είναι η εθνοφυλετική θεωρία (από την οποία «εμπνεύστηκαν» και οι γερμανοί ρατσιστές που αναζήτησαν την κοιτίδα των Δωριέων στα μέρη τους υποστηρίζοντας ότι οι Σπαρτιάτες ήταν καθαρόαιμοι Ινδογερμανοί), είτε η ταξική που ερμηνεύει τα ακραία χαρακτηριστικά του σπαρτιατικού καθεστώτος ως αποτέλεσμα της διαρκούς σύγκρουσης αρχόντων και ειλώτων.
Καμία από αυτές, όπως λέει, δεν δίνει απαντήσεις για τον έντονο κρατικό παρεμβατισμό και τον έλεγχο επάνω στις ζωές όλων, για την αποκλειστική ενασχόληση των Σπαρτιατών με την πολεμική τέχνη, την σχεδόν ισόβια στρατιωτική θητεία, τα κοινά συσσίτια, τον έλεγχο ενδυμασίας και εμφάνισης, την επιβολή γάμου και τεκνοποιίας αλλά την αποθάρρυνση της συμβίωσης, την απαγόρευση ατομικών ταξιδιών έξω από τη χώρα, την απαγόρευση εμπορικής και παραγωγικής δραστηριότητας, την αδιαφορία για τα οικονομικά του οίκου τα οποία διαχειρίζονταν οι γυναίκες και από την άλλη την καλλιέργεια μουσικής και ποίησης μόνον εμβατηριακού τύπου.
Από πού προέρχονταν όμως αυτοί οι μισθοφόροι; Και πώς ήταν δυνατόν να υπήρχε μια ατελείωτη «δεξαμενή»- η ίδια πάντοτε- προμήθειας αυτών των επαγγελματιών πολεμιστών σε όλους τους αιώνες της Μυκηναϊκής εποχής; Προφανώς η έρευνα συνεχίζεται.
[Πηγή Μ.Θερμού, Το Βήμα]