Κλωντ Ντεμπυσσύ - Claude-Achille Debussy
Παρόλο που σε νεαρή ηλικία υπήρξε θαυμαστής του Βάγκνερ, ο Ντεμπυσσύ έγραψε μουσική που απέφευγε τη συναισθηματική ένταση και τον πομπώδη ήχο του Γερμανού συνθέτη. Η εκλεπτυσμένη και συγκρατημένη μουσική του Ντεμπυσσύ είναι απαλλαγμένη από τις παραδοσιακές σχέσεις των αρμονιών του Τονικού Μουσικού Συστήματος, αλλά πλούσια σε ηχοχρώματα.
Ο Συνθέτης Κλωντ Ντεμπυσσύ γεννήθηκε στο Σαιν Ζερμαίν της Γαλλίας, στις 22 Αυγούστου του 1862. Η εκκεντρική του Προσωπικότητα εκδηλώθηκε από την παιδική του ηλικία, μαρτυρώντας πως ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος.
Στα ομαδικά παιχνίδια συνήθως βρισκόταν χαμένος στο δικό του κόσμο, ενώ όταν βρισκόταν μόνος του, κοιμόταν συνεχώς. Κοιμόταν τόσο πολύ, που οι γονείς του φοβήθηκαν πως ήταν κάτι παθολογικό.
Παθολογικό ή όχι, σημασία έχει πως ο μικρός Κλωντ κοιμόταν τόσο πολύ, γιατί του άρεσε να βλέπει όνειρα. Είχε μια πολύ εύκολη πρόσβαση στον κόσμο των ονείρων και όταν αργότερα εκδήλωσε το συνθετικό του ταλέντο, τα όνειρα υπήρξαν η κύρια πηγή έμπνευσής του.
Καθώς μεγάλωνε, ο Ντεμπυσσύ έδειχνε απροκάλυπτα πως νοιαζόταν ελάχιστα έως καθόλου για τη γνώμη που θα σχημάτιζαν οι άλλοι γι’ αυτόν. Από παιδί ακόμη άρχισε να συνθέτει, ενώ οι συνθέσεις του, αν και δεν ήταν σύγχρονες (όπως εμφανίστηκαν μερικά χρόνια αργότερα, σπάζοντας τη μελωδία και το ρυθμό), ακούγονταν παράξενες.
Ο Ντεμπυσσύ χρησιμοποιούσε κάποια ακόρντα, τα οποία χαρακτηρίζονταν «παράφωνα» από τους Δυτικούς συνθέτες. Όμως, ο ίδιος δεν δίσταζε όχι μόνο να τα χρησιμοποιήσει, αλλά και να τα υποστηρίξει, ακόμη και μέσα στην τάξη, μπροστά στον δάσκαλό του, τον Σεζάρ Φρανκ, ήδη μεγάλο συνθέτη.
Επίσης, ήταν πολύ έντονη η συμπάθειά του προς όλους σχεδόν τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Από όλα τα παραπάνω, και αφού ακούσει κάποιος τη μουσική του Ντεμπυσσύ, μπορεί να κατανοήσει τι τον κάνει τόσο διαφορετικό από τους άλλους συνθέτες. Θέλησε να δημιουργήσει μια νέα φιλοσοφία στη μουσική, δημιουργώντας «εντυπώσεις», διαθέσεις, παρά να υιοθετήσει κλασικές φόρμες και μεθόδους.
Το 1884 ο Ντεμπυσσύ κέρδισε μια υποτροφία τριών ετών στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Ρώμης. Ο Ντεμπυσσύ όμως μισούσε κάθε λεπτό που περνούσε εκεί μέσα, παρομοιάζοντάς το με φυλακή. Επέστρεψε στη Γαλλία μετά από δύο χρόνια, χωρίς να ολοκληρώσει τον κύκλο σπουδών.
Για λίγο καιρό, ο Ντεμπυσσύ επηρεάστηκε από τις ιδέες του Βάγκνερ. Άρχισε να ταξιδεύει συχνά στο Μπάυρώϋτ, για να ακούσει τη μουσική του Γερμανού συνθέτη. Η επίδραση αυτή όμως δεν κράτησε πολύ, και σύντομα ο Ντεμπυσσύ, άρχισε να ψάχνει για άλλες πηγές έμπνευσης.
Όταν αργότερα προσλήφθηκε ως δάσκαλος πιάνου από την οικογένεια των Βον Μεκ, ταξίδεψε στη Ρωσία, στο πατρικό της οικογένειας, για να διδάξει τα παιδιά της οικογένειας. Εκεί ήρθε σε επαφή με τη Μουσική του Μουσόρσγκυ. Δεν κατάφερε όμως να κρατήσει τη θέση αυτή για πολύ καιρό. Απολύθηκε, αφού αποκαλύφθηκε ο έρωτάς του με τη μεγαλύτερη κόρη των Βον Μεκ, τη Σόνια.
Το γεγονός όμως που έδωσε στο Ντεμπυσσύ την αφορμή για τη δημιουργία μιας νέας μουσικής γλώσσας, ήταν η έκθεση του Παρισιού, το 1889. Εκεί, άκουσε για πρώτη φορά την μουσική της Ινδονησίας, με τα πνευστά γκαμελάν. Ακούγοντας τον πλούτο της μουσικής αυτής, κατάλαβε πως το σύστημα μείζονος–ελάσσονος που χρησιμοποιούσε η Δυτική μουσική ήταν περιορισμένο και πως η χρήση νέων τρόπων στη μουσική μπορούσε να του δώσει τη διέξοδο που αναζητούσε.
Φυσιολογικά, ο μουσικός δρόμος που διάλεξε ο Ντεμπυσσύ τον απομόνωσε από τους υπόλοιπους «κλασικούς» συνθέτες, αλλά και από το κοινό. Έχοντας και ο ίδιος αρκετή δόση εγωισμού και ιδιοφυΐας ταυτόχρονα, δεν έτρεφε και την καλύτερη γνώμη για τις μαζικές εκδηλώσεις.
Μισούσε τις προσωπικές εμφανίσεις οποιουδήποτε τύπου, ακόμα κι όταν αυτές ήταν για να διευθύνει κάποιο δικό του έργο. Αν και ήταν εξαιρετικός πιανίστας ( περισσότερο σαν ερμηνευτής, παρά σαν βιρτουόζος ), δεν έπαιζε τα κομμάτια του μπροστά στο κοινό.
Θέλοντας να γράψει μια όπερα, έψαξε αρκετό καιρό να βρει το κατάλληλο λιμπρέτο. Η έμπνευση ήρθε, όταν παρακολούθησε τη θεατρική παράσταση «Πελλέας και Μελισάνθη», του Μωρίς Μάτερλινκ. Αφού ζήτησε την άδεια του συγγραφέα, εργάστηκε πάνω στην Όπερα για 10 χρόνια.
Όπως όλα τα έργα του Ντεμπυσσύ, ήταν ένα έργο εξαιρετικής ομορφιάς, φινέτσας και πρωτοτυπίας. Και όπως όλα τα έργα του Ντεμπυσσύ, πέρασε απαρατήρητο, την εποχή που παίχτηκε. Η μικρή δημοτικότητα δεν ενοχλούσε ιδιαίτερα τον Ντεμπυσσύ, πολλές φορές μάλιστα έμοιαζε να την απολαμβάνει.
Ο Ντεμπυσσύ πέθανε στις 25 Μαρτίου του 1918, στο Παρίσι.
Η μουσική επανάσταση στην Ευρώπη και το ξέσπασμα της σύγχρονης μουσικής τοποθετούνται χρονολογικά το έτος 1908. Στην πραγματικότητα, ο Ντεμπυσσύ είχε ξεκινήσει ήδη την επανάσταση πολύ νωρίτερα με το «Πρελούδιο στο απομεσήμερο ενός Φαύνου». Το κομμάτι αυτό έγινε γνωστό μετά το θάνατο του συνθέτη και όταν παίχτηκε στο ευρύ κοινό, προκάλεσε αντιδράσεις, ιδιαίτερα όταν σε αυτό προστέθηκε χορογραφία από το Νιζίνσκι.
Οι μουσικές καινοτομίες που εισήγαγε ο Ντεμπυσσύ δεν είναι μόνο οι νέοι τρόποι και ρυθμοί και μια νέα ενορχηστρωτική αντίληψη. Το βασικότερο είναι πως ο ίδιος πίστεψε και κατάφερε να συνθέσει, εμπνεόμενος από εικόνες και διαθέσεις. Είναι ένας τρόπος σκέψης και αντίληψης αρκετά διαισθητικός.
Ο ίδιος, με όσα κατάφερε, μας έδειξε ένα τεράστιο ανεξερεύνητο πεδίο γνώσης και ομορφιάς, που βρίσκεται γύρω μας, ένα πεδίο που περιμένει να το ανακαλύψουμε. Δημιούργησε με τη μουσική του μια πύλη στον κόσμο του ονείρου και της φαντασίας, ανοιχτή σε όλους όσους θέλουν να ταξιδέψουν στον κόσμο αυτό
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου