Τι
πονηρό ετοιμάζει ο Οδυσσέας; Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Φιλοκτήτης
που τόσο φοβάται να τον αντικρίσει αν και τραυματισμένο; Θα τον
καταφέρει άραγε το νεαρό Νεοπτόλεμο να φέρει εις πέρας το σχέδιό του;
χμμ... Ίσως μας το δείξει ο χρόνος. Καλωσήρθατε στον…
Φιλοκτήτη...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αὐτή λοιπόν, Νεοπτόλεμε, εἶναι ἡ Λῆμνος·
μιά πέτρα γῆ ἀκατοίκητη στή μέση τοῦ νεροῦ.
Ὅταν ἐσύ μεγάλωνες στήν ἱσχυρή Ἑλλάδα τοῦ Ἀχιλλέα,
ἐμένα μέ ὑποχρέωναν Ἕλληνες ἰσχυροί,
νά ἐγκαταλείψω ἐδῶ τόν Μηλιά τοῦ Ποίαντα·
μόνο, μέ μόνο σύντροφο τή φρίκη μιᾶς πληγῆς
πού χόρταινε τό αἷμα καί τή σάρκα τοῦ ποδιοῦ του.
Ἐκτελοῦσα ἐντολές. Ὅμως κι ἐκεῖνος...
δέν ἄφηνε στιγμή σέ ἡσυχία τό στρατό.
Ἀναστέναζε, βογκοῦσε, καταριόταν!
Πῶς νά κάνουμε θυσίες καί σπονδές;
Τί νά στά λέω τώρα! Δέν εἶναι ὥρα γιά κουβέντες.
Ἄν καταλάβει πώς ἐπέστρεψα, πᾶμε χαμένοι.
Κάνε μου ὅμως μιά δουλειά·
κάπου ἐδῶ γύρω, ὑπάρχει μιά σπηλιά μέ δυό εἰσόδους,
νά μπαινοβγαίνει τό χειμώνα ἥλιος ζεστός
καί ὕπνος δροσερός τό καλοκαίρι.
Πιό πάνω, λίγο ἀριστερά,
πρέπει νά βρίσκεται - ἄν τρέχει ἀκόμη - μιά πηγή.
Πήγαινε, δές προσεκτικά καί πές μου.
Ὕστερα σοῦ ἐξηγῶ τά παρακάτω
καί ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, ξεκινᾶμε.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν πρόκειται ν’ ἀργήσουμε, Ὁδυσσέα.
Μοῦ φαίνεται πώς βλέπω τή σπηλιά μας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάνω ἤ κάτω; Ἐγώ δέ βλέπω ἀπό δῶ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πρός τά πάνω· δέν ἀκούω τίποτε ὅμως.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Για δές μήπως κοιμᾶται.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ψυχή δέν υπάρχει ἐκεῖ μέσα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τίποτε πράγματα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἕνας σωρός φύλλα στρωμένα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο; Καί γύρω - γύρω;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μιά κούπα ξύλινη, κακοφτιαγμένη
καί λίγα προσανάμματα στήν ἄκρη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Νά ’ξερες τώρα τί μοῦ λές!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιά στάσου· παρά δίπλα,
εἶναι ἁπλωμένα κάτι ἀπαίσια κουρέλια,
πού ζέχνουνε ἀφόρητη πληγή.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐδῶ φωλιάζει σίγουρα. Δέ θά ’ναι μακριά.
Τήν πείνα του θά πῆρε ἀπό πίσω ἤ τήν πληγή του.
Κανένα φύλλωμα παυσίπονο θά γυροφέρνει.
Βαλ’ τον αὐτόν νά φυλάει, μή μέ δεῖ μπροστά του ξαφνικά.
Κι ἄν θά ’θελε ν’ ἁρπάξει ἄλλον ἀπό μένα!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πές πώς ἔγινε. Τίποτε ἄλλο;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναί! Στάσου! Λέω... ἐπειδή εἶσαι παιδί τοῦ Ἀχιλλέα,
πρέπει νά ξέρεις πώς ἐδῶ δέ φτάνει
νά εἶσαι γενναῖος... μόνο τό σῶμα, δηλαδή.
Χρειάζεται... κοίταξε, ἀκόμη κι ἄν ἀκούσεις κάτι νέο,
κάτι παράξενο - ἄς ποῦμε- κάτι
πού δέν ἔχεις ξανακούσει, μήν παραξενευτεῖς.
Προπάντων μή διστάσεις. Νά θυμᾶσαι
πώς ἔχεις ἔρθει ἐδῶ γιά νά μέ βοηθήσεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί θές νά πεῖς;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θέλω νά πῶ πώς πρέπει νά εἰσβάλεις
μέ λόγια στήν ψυχή τοῦ Φιλοκτήτη·
κρυφά, κλεφτά. Ὅταν ἀρχίσει
τά ποιός, τά ποῦ καί τά γιατί,
πές του πώς εἶσαι γιός τοῦ Ἀχιλλέα
- αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη νά τό κρύψεις -
καί πώς γυρίζεις σπίτι σου.
Πές του πώς ἄφησες τό στόλο
τῶν Ἀχαιῶν καί μεταβλήθηκες σ’ ἐχθρό τους,
γιατί σέ παρακάλεσαν νά πᾶς
κι ἄφησες τήν πατρίδα σου καί πῆγες
- ἡ τελευταῖα ἐλπίδα τους νά μποῦν στό Ἴλιο -
κι ὕστερα δέ σοῦ ἐπέστρεφαν τά ὅπλα τοῦ πατέρα σου.
Τ’ ἀξίωσες, τάχα, ἀλλά πῆγαν καί τά ’δωσαν στόν Ὁδυσσέα.
Ἐδῶ, μπορεῖς νά μέ στολίσεις μέ τίς χειρότερες βρισιές.
Δέ μέ πειράζει. Οἱ Ἀχαιοί θά πειραχτοῦν ἄν δέν τό κάνεις.
Ἄν δέν τοῦ πάρουμε τό τόξο,
δέν πρόκειται νά πάρεις τοῦ Δάρδανου τόν τόπο.
Πρέπει νά ξέρεις πώς ἐσύ καί μόνο ἐσύ μπορεῖς
νά τοῦ φανεῖς ἀξιόπιστος. Ξέχνα με ἐμένα.
Ἐσύ οὔτε ὅρκο ἔδωσες, οὔτε ἀναγκάστηκες,
οὔτε ἦρθες μέ τούς πρῶτους.
Ἐγώ θά πρέπει νά τ’ ἀρνηθῶ ὅλα αὐτά· δέ θά μπορέσω.
Μέ τέτοιο τόξο πού κρατάει, ἄν καταλάβει
ποιός εἶμαι, πάω χαμένος καί σέ παίρνω στό λαιμό μου.
Ὅλο τό ζήτημα εἶναι νά σκεφτεῖς πῶς θ’ ἀποσπάσεις
τόν ἀναπόσπαστο ὁπλισμό του.
Γνωρίζω, βέβαια, πώς δέν εἶσαι
φτιαγμένος γιά τεχνάσματα κι ἀπάτες,
μά εἶναι γλυκός καρπός ἡ νίκη, ἀξίζει νά τολμήσεις.
Γρήγορα θά δικαιωθοῦμε.
Ἔλα τώρα, χάρισέ μου μιά παράνομη μέρα,
καί κράτα τήν ὑπόλοιπη ζωή σου, σάν ἔντιμος θνητός·
ὁ ἐντιμότερος, ἄν θέλεις!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί εἶναι αὐτά τά πράγματα, γιέ τοῦ Λαέρτη;
Καί πού τ’ ἀκούω, ταράζομαι· πόσο μάλλον νά τά κάνω.
Οὔτε ἐγώ γεννήθηκα, ὅπως εἶπες, γιά κόλπα καί ἀπάτες,
οὔτε - ὅπως λένε - ἐκεῖνος πού μέ γέννησε. Ἄν θέλεις,
μπορῶ νά σοῦ τόν φέρω μέ τή βία· μέ δόλο ὅμως ὄχι.
Δέ θά μπορέσει μᾶς βάλει ὅλους στό χέρι μ’ ἕνα πόδι.
Γιά βοηθός σου ἦρθα, συμφωνῶ·
ντρέπομαι ὅμως, ἄρχοντά μου, νά μέ φωνάζουνε προδότη.
Καλύτερα ἔντιμος καί νικημένος, παρά ἀνέντιμος καί νικητής.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εἶσαι σπορά ἀνυπέρβλητου πατέρα, τελικά.
Ἄκου, κι ἐγώ στά νιάτα μου νόμιζα πώς ἡ γλώσσα
κάνει ἀργή καί πρόχειρη δουλειά·
στά χέρια μου ἀνέθετα τά πάντα.
Ὕστερα μπῆκα στό νόημα τῆς ζωῆς καί εἶδα
πῶς ὄχι ἀργή, ὄχι πρόχειρη,
δουλειά τεχνίτη κάνει ἡ γλώσσα στούς ἀνθρώπους.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μοῦ λές νά γίνω ψεύτης;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σοῦ λέω νά γίνεις πονηρός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί γιατί ὄχι βίαιος ἤ λογικός;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέν θά τόν πείσεις. Ὅσο γιά τή βία,
δέν καταβάλλεται αὐτός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τόσο μεγάλη εἶναι λοιπόν ἡ δύναμή του;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τόσο μεγάλα τά φονικά σημάδια της,
νά λές καλύτερα· βέλη ἀναπότρεπτα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό σημαίνει πώς κινδυνεύω
καί μόνο πού θά μέ ἀντικρίσει;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐξαρτᾶται τί θ’ ἀντικρίσει.
Γι’ αὐτό σοῦ μίλησα γιά δόλο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Παύει τό ψέμα νά βγαίνει ψέμα, δηλαδή;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Παύει ἄν σέ βγάζει ζωντανό.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἄν εἶσαι βέβαιος πώς θά ζήσεις;
Ποῦ βρίσκεις τό κουράγιο νά τό κάνεις;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ὅταν παλεύεις γιά τό κέρδος, ἡ ἀμφιβολία εἶναι δειλία.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί θά κερδίσω ἄν ἔρθει αὐτός στήν Τροία;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο τό τόξο του θά τήν κερδίσει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐσεῖς δέν εἴπατε πώς θά τό κάνω ἐγώ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε ἐσύ χωρίς αὐτό, οὔτε αὐτό χωρίς ἐσένα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως τά λές, δέ γίνεται νά μήν τό πάρω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε καί ν’ ἀρνηθεῖς τά δυό σου κέρδη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιά δυό; Γιά λέγε. Ἴσως αὐτά ν’ ἀποφασίσουνε γιά μένα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ν’ ἀποδειχτεῖς γενναῖος καί σοφός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάει καλά! Θ’ ἀφήσω κατά μέρος τίς ντροπές καί θά τό κάνω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἀκολουθώντας τίς συμβουλές μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀσφαλῶς, ἀφοῦ συμφώνησα μαζί σου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Περίμενε λοιπόν ἐδῶ. Κάποια στιγμή θά ἐμφανιστεῖ.
Ἐγώ ἐξαφανίζομαι μή μέ ὑποπτευθεῖ
καί τό φρουρό τόν στέλνω πίσω στό καράβι.
Πρόσεξε τώρα· ἄν δῶ ν’ ἀργεῖς,
τόν στέλνω πίσω, ἀγκίστρι δολωμένο, καπετάνιο,
τάχα ἀνήξερο περαστικό.
Μόνο ἐκμεταλλεύσου σωστά τά ψέματά του.
Φεύγω, νά θυμᾶσαι ὅσα σοῦ εἶπα. Ἄς ἀναλάβουν
ὁ Δόλιος Ἑρμῆς κι ἡ Νίκη Ἀθηνά πού μέ γλυτώνει πάντα.
Φιλοκτήτη...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αὐτή λοιπόν, Νεοπτόλεμε, εἶναι ἡ Λῆμνος·
μιά πέτρα γῆ ἀκατοίκητη στή μέση τοῦ νεροῦ.
Ὅταν ἐσύ μεγάλωνες στήν ἱσχυρή Ἑλλάδα τοῦ Ἀχιλλέα,
ἐμένα μέ ὑποχρέωναν Ἕλληνες ἰσχυροί,
νά ἐγκαταλείψω ἐδῶ τόν Μηλιά τοῦ Ποίαντα·
μόνο, μέ μόνο σύντροφο τή φρίκη μιᾶς πληγῆς
πού χόρταινε τό αἷμα καί τή σάρκα τοῦ ποδιοῦ του.
Ἐκτελοῦσα ἐντολές. Ὅμως κι ἐκεῖνος...
δέν ἄφηνε στιγμή σέ ἡσυχία τό στρατό.
Ἀναστέναζε, βογκοῦσε, καταριόταν!
Πῶς νά κάνουμε θυσίες καί σπονδές;
Τί νά στά λέω τώρα! Δέν εἶναι ὥρα γιά κουβέντες.
Ἄν καταλάβει πώς ἐπέστρεψα, πᾶμε χαμένοι.
Κάνε μου ὅμως μιά δουλειά·
κάπου ἐδῶ γύρω, ὑπάρχει μιά σπηλιά μέ δυό εἰσόδους,
νά μπαινοβγαίνει τό χειμώνα ἥλιος ζεστός
καί ὕπνος δροσερός τό καλοκαίρι.
Πιό πάνω, λίγο ἀριστερά,
πρέπει νά βρίσκεται - ἄν τρέχει ἀκόμη - μιά πηγή.
Πήγαινε, δές προσεκτικά καί πές μου.
Ὕστερα σοῦ ἐξηγῶ τά παρακάτω
καί ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, ξεκινᾶμε.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν πρόκειται ν’ ἀργήσουμε, Ὁδυσσέα.
Μοῦ φαίνεται πώς βλέπω τή σπηλιά μας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάνω ἤ κάτω; Ἐγώ δέ βλέπω ἀπό δῶ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πρός τά πάνω· δέν ἀκούω τίποτε ὅμως.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Για δές μήπως κοιμᾶται.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ψυχή δέν υπάρχει ἐκεῖ μέσα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τίποτε πράγματα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἕνας σωρός φύλλα στρωμένα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο; Καί γύρω - γύρω;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μιά κούπα ξύλινη, κακοφτιαγμένη
καί λίγα προσανάμματα στήν ἄκρη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Νά ’ξερες τώρα τί μοῦ λές!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιά στάσου· παρά δίπλα,
εἶναι ἁπλωμένα κάτι ἀπαίσια κουρέλια,
πού ζέχνουνε ἀφόρητη πληγή.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐδῶ φωλιάζει σίγουρα. Δέ θά ’ναι μακριά.
Τήν πείνα του θά πῆρε ἀπό πίσω ἤ τήν πληγή του.
Κανένα φύλλωμα παυσίπονο θά γυροφέρνει.
Βαλ’ τον αὐτόν νά φυλάει, μή μέ δεῖ μπροστά του ξαφνικά.
Κι ἄν θά ’θελε ν’ ἁρπάξει ἄλλον ἀπό μένα!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πές πώς ἔγινε. Τίποτε ἄλλο;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναί! Στάσου! Λέω... ἐπειδή εἶσαι παιδί τοῦ Ἀχιλλέα,
πρέπει νά ξέρεις πώς ἐδῶ δέ φτάνει
νά εἶσαι γενναῖος... μόνο τό σῶμα, δηλαδή.
Χρειάζεται... κοίταξε, ἀκόμη κι ἄν ἀκούσεις κάτι νέο,
κάτι παράξενο - ἄς ποῦμε- κάτι
πού δέν ἔχεις ξανακούσει, μήν παραξενευτεῖς.
Προπάντων μή διστάσεις. Νά θυμᾶσαι
πώς ἔχεις ἔρθει ἐδῶ γιά νά μέ βοηθήσεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί θές νά πεῖς;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θέλω νά πῶ πώς πρέπει νά εἰσβάλεις
μέ λόγια στήν ψυχή τοῦ Φιλοκτήτη·
κρυφά, κλεφτά. Ὅταν ἀρχίσει
τά ποιός, τά ποῦ καί τά γιατί,
πές του πώς εἶσαι γιός τοῦ Ἀχιλλέα
- αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη νά τό κρύψεις -
καί πώς γυρίζεις σπίτι σου.
Πές του πώς ἄφησες τό στόλο
τῶν Ἀχαιῶν καί μεταβλήθηκες σ’ ἐχθρό τους,
γιατί σέ παρακάλεσαν νά πᾶς
κι ἄφησες τήν πατρίδα σου καί πῆγες
- ἡ τελευταῖα ἐλπίδα τους νά μποῦν στό Ἴλιο -
κι ὕστερα δέ σοῦ ἐπέστρεφαν τά ὅπλα τοῦ πατέρα σου.
Τ’ ἀξίωσες, τάχα, ἀλλά πῆγαν καί τά ’δωσαν στόν Ὁδυσσέα.
Ἐδῶ, μπορεῖς νά μέ στολίσεις μέ τίς χειρότερες βρισιές.
Δέ μέ πειράζει. Οἱ Ἀχαιοί θά πειραχτοῦν ἄν δέν τό κάνεις.
Ἄν δέν τοῦ πάρουμε τό τόξο,
δέν πρόκειται νά πάρεις τοῦ Δάρδανου τόν τόπο.
Πρέπει νά ξέρεις πώς ἐσύ καί μόνο ἐσύ μπορεῖς
νά τοῦ φανεῖς ἀξιόπιστος. Ξέχνα με ἐμένα.
Ἐσύ οὔτε ὅρκο ἔδωσες, οὔτε ἀναγκάστηκες,
οὔτε ἦρθες μέ τούς πρῶτους.
Ἐγώ θά πρέπει νά τ’ ἀρνηθῶ ὅλα αὐτά· δέ θά μπορέσω.
Μέ τέτοιο τόξο πού κρατάει, ἄν καταλάβει
ποιός εἶμαι, πάω χαμένος καί σέ παίρνω στό λαιμό μου.
Ὅλο τό ζήτημα εἶναι νά σκεφτεῖς πῶς θ’ ἀποσπάσεις
τόν ἀναπόσπαστο ὁπλισμό του.
Γνωρίζω, βέβαια, πώς δέν εἶσαι
φτιαγμένος γιά τεχνάσματα κι ἀπάτες,
μά εἶναι γλυκός καρπός ἡ νίκη, ἀξίζει νά τολμήσεις.
Γρήγορα θά δικαιωθοῦμε.
Ἔλα τώρα, χάρισέ μου μιά παράνομη μέρα,
καί κράτα τήν ὑπόλοιπη ζωή σου, σάν ἔντιμος θνητός·
ὁ ἐντιμότερος, ἄν θέλεις!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί εἶναι αὐτά τά πράγματα, γιέ τοῦ Λαέρτη;
Καί πού τ’ ἀκούω, ταράζομαι· πόσο μάλλον νά τά κάνω.
Οὔτε ἐγώ γεννήθηκα, ὅπως εἶπες, γιά κόλπα καί ἀπάτες,
οὔτε - ὅπως λένε - ἐκεῖνος πού μέ γέννησε. Ἄν θέλεις,
μπορῶ νά σοῦ τόν φέρω μέ τή βία· μέ δόλο ὅμως ὄχι.
Δέ θά μπορέσει μᾶς βάλει ὅλους στό χέρι μ’ ἕνα πόδι.
Γιά βοηθός σου ἦρθα, συμφωνῶ·
ντρέπομαι ὅμως, ἄρχοντά μου, νά μέ φωνάζουνε προδότη.
Καλύτερα ἔντιμος καί νικημένος, παρά ἀνέντιμος καί νικητής.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εἶσαι σπορά ἀνυπέρβλητου πατέρα, τελικά.
Ἄκου, κι ἐγώ στά νιάτα μου νόμιζα πώς ἡ γλώσσα
κάνει ἀργή καί πρόχειρη δουλειά·
στά χέρια μου ἀνέθετα τά πάντα.
Ὕστερα μπῆκα στό νόημα τῆς ζωῆς καί εἶδα
πῶς ὄχι ἀργή, ὄχι πρόχειρη,
δουλειά τεχνίτη κάνει ἡ γλώσσα στούς ἀνθρώπους.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μοῦ λές νά γίνω ψεύτης;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σοῦ λέω νά γίνεις πονηρός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί γιατί ὄχι βίαιος ἤ λογικός;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέν θά τόν πείσεις. Ὅσο γιά τή βία,
δέν καταβάλλεται αὐτός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τόσο μεγάλη εἶναι λοιπόν ἡ δύναμή του;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τόσο μεγάλα τά φονικά σημάδια της,
νά λές καλύτερα· βέλη ἀναπότρεπτα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό σημαίνει πώς κινδυνεύω
καί μόνο πού θά μέ ἀντικρίσει;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐξαρτᾶται τί θ’ ἀντικρίσει.
Γι’ αὐτό σοῦ μίλησα γιά δόλο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Παύει τό ψέμα νά βγαίνει ψέμα, δηλαδή;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Παύει ἄν σέ βγάζει ζωντανό.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἄν εἶσαι βέβαιος πώς θά ζήσεις;
Ποῦ βρίσκεις τό κουράγιο νά τό κάνεις;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ὅταν παλεύεις γιά τό κέρδος, ἡ ἀμφιβολία εἶναι δειλία.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί θά κερδίσω ἄν ἔρθει αὐτός στήν Τροία;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο τό τόξο του θά τήν κερδίσει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐσεῖς δέν εἴπατε πώς θά τό κάνω ἐγώ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε ἐσύ χωρίς αὐτό, οὔτε αὐτό χωρίς ἐσένα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως τά λές, δέ γίνεται νά μήν τό πάρω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε καί ν’ ἀρνηθεῖς τά δυό σου κέρδη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιά δυό; Γιά λέγε. Ἴσως αὐτά ν’ ἀποφασίσουνε γιά μένα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ν’ ἀποδειχτεῖς γενναῖος καί σοφός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάει καλά! Θ’ ἀφήσω κατά μέρος τίς ντροπές καί θά τό κάνω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἀκολουθώντας τίς συμβουλές μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀσφαλῶς, ἀφοῦ συμφώνησα μαζί σου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Περίμενε λοιπόν ἐδῶ. Κάποια στιγμή θά ἐμφανιστεῖ.
Ἐγώ ἐξαφανίζομαι μή μέ ὑποπτευθεῖ
καί τό φρουρό τόν στέλνω πίσω στό καράβι.
Πρόσεξε τώρα· ἄν δῶ ν’ ἀργεῖς,
τόν στέλνω πίσω, ἀγκίστρι δολωμένο, καπετάνιο,
τάχα ἀνήξερο περαστικό.
Μόνο ἐκμεταλλεύσου σωστά τά ψέματά του.
Φεύγω, νά θυμᾶσαι ὅσα σοῦ εἶπα. Ἄς ἀναλάβουν
ὁ Δόλιος Ἑρμῆς κι ἡ Νίκη Ἀθηνά πού μέ γλυτώνει πάντα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου