Του Πάνου Παναγιώτου
Χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Μόνιμο είναι κάτι που παραμένει στην ίδια κατάσταση σε βάθος χρόνου. Αν το μόνιμο είναι και
θετικό, τότε είναι καλοδεχούμενο και δεν χρήζει αλλαγής. Αν, όμως, είναι αρνητικό, επιφέρει σταδιακά τις συνέπειες επίμονης ασθένειας, που όσο πιο πολύ διαρκεί τόσο μεγαλύτερη εξάντληση και βλάβη προκαλεί, και ως εκ τούτου επιβάλλεται να αναγνωριστεί και να αντιμετωπιστεί.
Όταν το Μάιο του 2010 η τρόικα επέβαλε ένα πρόγραμμα σκληρής λιτότητας στην Ελλάδα, υποσχέθηκε αρνητικές συνέπειες περιορισμένης χρονικής διάρκειας με αντάλλαγμα θετικά αποτελέσματα μόνιμου χαρακτήρα. Έτσι, έθεσε για την ολοκλήρωση του προγράμματος έναν ορίζοντα τριετίας, διάστημα στο οποίο, υποτίθεται, ότι θα επιτυγχάνονταν η καταπολέμηση διαχρονικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητάς της και της εμπιστοσύνης των επενδυτών απέναντί της και η επιστροφή της χώρας στην ανάπτυξη και στις αγορές, ήδη από την αυγή του 2012. Όμως όποιος ήταν εξοικειωμένος με την ιστορία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου γνώριζε πως τα προγράμματά του ποτέ δεν ολοκληρώνονται στη βάση του πρώτου επίσημου σχεδιασμού αλλά τείνουν, καθώς αποτυγχάνουν, να αποκτούν… μονιμότητα.
Εξ αυτού του γεγονότος ορμώμενος και με ιδιαίτερη αφορμή την εμπειρία της Πορτογαλίας, που το 1978 πείστηκε να αποδεχτεί ένα Μνημόνιο Συνεργασίας «ενός έτους» με το ΔΝΤ, για να βρεθεί μετά από εφτά χρόνια ύφεσης να έχει υπογράψει μια σειρά επικαιροποιημένων Μνημονίων και έπειτα από τριάντα και πλέον χρόνια να υποδέχεται και πάλι το ΔΝΤ, παρομοίασα το Μάρτιο του 2011 το Ταμείο με το κακόφημο «Hotel California» του γνωστού ομότιτλου τραγουδιού, στο οποίο, όπως ακριβώς περιγράφουν οι στίχοι, «μπορείς να μπεις ό,τι ώρα θέλεις, αλλά δεν μπορείς να φύγεις ποτέ».
Στο πρότυπο της λογικής που χρησιμοποιήθηκε στην Πορτογαλία αλλά και σε μια σειρά άλλων χωρών, αντί η αποτυχία της εφαρμογής του προγράμματος του ΔΝΤ στην Ελλάδα να εκληφθεί ως λόγος για την αντικατάστασή του με ένα άλλο, ορθολογικό και ρεαλιστικό, αποτέλεσε την αφορμή για την επαναλαμβανόμενη επικαιροποίηση και επιμήκυνσή του, με τους τελικούς στόχους του να εκτείνονται όλο και πιο μακριά στο μέλλον, ξεπερνώντας πλέον επισήμως τα χρονικά όρια της τρέχουσας δεκαετίας. Και, παρά τη δημοσίευση μελέτης του ίδιου του Ταμείου, στο α’ εξάμηνο του 2012, με βάση την οποία η λιτότητα επιφέρει μακροπρόθεσμες βλάβες σε μία οικονομία και δεν πρέπει να εφαρμόζεται πριν αποκατασταθεί η ανάπτυξη, αλλά και παρά την ομολογία του ΔΝΤ, αργότερα το ίδιο έτος, για τη λανθασμένη εκτίμηση της πραγματικής κλίμακας της ύφεσης ως αποτέλεσμα των σκληρών μέτρων δημοσιονομικής «εξυγίανσης», κυβέρνηση και τρόικα εξακολουθούν πεισματικά να συνταγογραφούν στην Ελλάδα ένα φάρμακο που τη μετατρέπει από μερικώς ανάπηρη σε παραπληγική.
Λιτότητα και ανεργία
Πρωταγωνιστική θέση μεταξύ των πιο δραματικών συνεπειών της λιτότητας κατέχει η θεαματική απώλεια θέσεων εργασίας στην ελληνική οικονομία. Με βάση τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, το Μάρτιο του 2008 εργάζονταν στην Ελλάδα 4,6 εκατομμύρια άνθρωποι, αριθμός που μειώθηκε μόλις κατά 45 χιλιάδες μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, παρά την πρωτοφανή διεθνή κρίση και την παγκόσμια ύφεση, ενώ υποχώρησε στα 4,42 εκατομμύρια το Μάιο του 2010, στον απόηχο του ξεσπάσματος της ελληνικής κρίσης.
Από την υπογραφή του Μνημονίου, ωστόσο, και μέχρι το Μάρτιο του 2013, ο αριθμός των εργαζομένων μειώθηκε περαιτέρω κατά 900 και πλέον χιλιάδες, δημιουργώντας ένα πρόβλημα χωρίς προηγούμενο στη μοντέρνα ελληνική Ιστορία. Προεκτείνοντας την τάση αυτή μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους, διαπιστώνουμε πως το Δεκέμβριο του 2013 θα εργάζονται στην Ελλάδα περίπου 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι, δηλαδή 1,2 εκατομμύρια λιγότεροι απ’ ό,τι πριν την υπογραφή του Μνημονίου και 1,4 εκατομμύρια λιγότεροι απ, ό,τι το 2008.
Το πιο δραματικό είναι πως ακόμη και αν αυτό που διανύουμε είναι το τελευταίο έτος της ύφεσης και από το 2014, η οικονομία περάσει σε εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, καταγράφοντας επιδόσεις ανάλογες της θετικότερής της από την υιοθέτηση του ευρώ, ο αριθμός των εργαζομένων δεν θα έχει φτάσει στα επίπεδα του Μαΐου του 2010 πριν από το 2026 και σε αυτά του 2008 πριν από το 2028. Αυτό επειδή στην «καλύτερη» στιγμή της η ελληνική οικονομία προσέθετε περί τους 100.00 νέους εργαζόμενους ανά έτος, και έτσι, αν προσεγγιστεί αυτό το ρεκόρ, προκειμένου να δημιουργηθούν 1,2 εκατομμύρια με 1,4 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, θα απαιτηθούν 12 με 14 έτη αντίστοιχα.
Δεδομένου, ωστόσο, ότι η Ελλάδα θα παραμείνει σε καθεστώς δημοσιονομικής εξυγίανσης σε όλη τη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας, είναι λογικό να εξετάσουμε δύο άλλα, αισιόδοξα σενάρια, σύμφωνα με τα οποία η επίδοσή της στη δημιουργία θέσεων εργασίας από το 2014 και μετά θα αντιστοιχεί στο 70% και το 50% της καλύτερης επίδοσής της στα χρόνια του ευρώ και όχι στο 100% αυτής.
- Στο πρώτο σενάριο, η δημιουργία 70.000 νέων θέσεων εργασίας ανά έτος θα φέρει τη χώρα στα επίπεδα του Μαΐου του 2010 το 2031 και σε αυτά του 2008 το 2034.
- Στο δεύτερο σενάριο, με 50.000 νέες θέσεις εργασίας ανά έτος από το 2014 και μετά, η Ελλάδα θα φτάσει στον αριθμό εργαζομένων που είχε το Μάιο του 2010 τον Ιανουάριο του 2038 και στο αριθμό των εργαζομένων του 2008 το 2042.
Στρατηγική εξόδου
Οι παραπάνω υπολογισμοί δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη, καθώς η ανεργία αποτελεί πια ένα επίμονο και δύσκολο πρόβλημα ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες οικονομικά χώρες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι, προκειμένου να επιστρέψουν τα ποσοστά ανεργίας στις ΗΠΑ στα προ κρίσης επίπεδα, υπολογίζεται ότι θα χρειαστούν 10,5 έτη από την ώρα που ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα κι αυτό παρά το γεγονός ότι ακολουθείται μια πολιτική νομισματικής χαλάρωσης και διαρκούς τόνωσης της οικονομίας, με την αμερικανική κεντρική τράπεζα να έχει θέσει, για πρώτη φορά στην ιστορία της, ως βασικό στόχο της τη μείωση της ανεργίας στο 6,5%.
Δεν είναι τυχαίο ούτε συμπτωματικό πως το μεγαλύτερο ποσοστό του αμερικανικού χρέους που θα εκδοθεί το 2013 θα αγοραστεί από την κεντρική τράπεζα της χώρας (FED), κάτι που θα ισχύσει για το σύνολο σχεδόν του χρέους στα αμέσως επόμενα χρόνια, με τη FED να «τυπώνει» 80 δις δολάρια ανά μήνα ως τμήμα του τελευταίου πακέτου τόνωσης της αμερικανικής οικονομίας, η διάρκεια του οποίου έχει συνδεθεί αποκλειστικά με το στόχο μείωσης της ανεργίας στα επιθυμητά επίπεδα.
Αντίθετα με τις ΗΠΑ, στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει υιοθετηθεί καμία απολύτως στρατηγική αντιμετώπισης της ανεργίας, παρά το γεγονός ότι αυτή έχει απογειωθεί σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Αυτό γιατί, χάρη στην κρίση η Γερμανία απολαμβάνει τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας από την επανένωσή της, ενώ η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης σε άλλες χώρες χρησιμοποιείται ως κίνητρο για την επιβολή των γερμανικών συμφερόντων με την υπόσχεση μελλοντικής βοήθειας.
Για τη γερμανική ηγεσία, όπως έχει ρητά παραδεχτεί μέσω εκπροσώπων της, η κρίση είναι κάτι θετικό και έτσι η μονιμοποίησή της συντελεί στην εδραίωση των συνθηκών εκείνων που θα λειτουργούν ως μοχλός πίεσης για την περαιτέρω προώθηση του γερμανικού (και γαλλικού) σχεδίου για δημοσιονομική και πολιτική ενοποίηση της Ευρωζώνης, με τελικό στόχο το μεγαλύτερο δυνατό έλεγχό της από το γαλλογερμανικό άξονα.
Ως εκ τούτου δεν υπάρχει διάθεση για το σχεδιασμό και την υλοποίηση ενός πανευρωπαϊκού σχεδίου αντιμετώπισης της καλπάζουσας ανεργίας, ενώ είναι φανερό πως έχει γίνει αποδεκτή η «θυσία» της Ελλάδας στο βωμό του γερμανικού οράματος κι έτσι η ανοχή επιπέδων ανεργίας αλλά και συνθηκών εργασίας που συναντώνται σε τριτοκοσμικές χώρες.
Ελλάδα, όπως… Αφρική
Πράγματι, με την επίσημη ανεργία στην Ελλάδα να αγγίζει το 30%, αποτελώντας ήδη την υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πρέπει να στραφεί κανείς σε φτωχές και υπανάπτυκτες χώρες προκειμένου να εντοπίσει μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας από τα ελληνικά. Έτσι σε χειρότερη θέση απ’ την Ελλάδα βρίσκονται κράτη όπως το Κονγκό, η Ναμίμπια, το Τζιμπουτί και η Κένυα. Η σύγκριση με χώρες αυτής της κατηγορίας δεν πρέπει να ξενίζει, καθώς η Ελλάδα αποκτά όλο και περισσότερα απ’ τα χαρακτηριστικά τους, ενώ το ίδιο το Μνημόνιο θέτει ως στόχο μια οικονομική εικόνα αντίστοιχη αυτής τέτοιων χωρών, τουλάχιστο σε επίπεδο αριθμών. Για παράδειγμα, η Ναμίμπια εμφανίζει ποσοστά ανεργίας της τάξης του 51% αλλά το χρέος της είναι μόλις στο 28% του ΑΕΠ, έχει πρωτογενές πλεόνασμα και δημοσιονομικό έλλειμμα μόλις στο 4,9%, ενώ καταγράφει ρυθμούς ανάπτυξης 4%.
Σε προσφάτως δημοσιευμένη έρευνα που προκάλεσε αντιδράσεις κατέθεσα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα έχει διαβεί μόλις το 50% του δυσβάσταχτου δρόμου στον οποίο την έχουν τοποθετήσει η τρόικα και οι ελληνικές κυβερνήσεις. Μετά από ένα πρώτο κύμα διαψεύσεων από επίσημα χείλη ακολούθησε η παραδοχή του κ. Προβόπουλου ενώπιον του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι «έχουμε διανύσει το 70% της διαδρομής» που συνοδεύτηκε από το σχόλιο ότι «μας απομένει όμως ακόμα ένα 30% αλλά, όπως ξέρετε, στο μαραθώνιο το τελευταίο κομμάτι είναι το πιο δύσκολο και το πιο εξαντλητικό».
Ακόμη κι αν δεχτούμε το 30% ως το εναπομείναν ποσοστό «διαδρομής» για την Ελλάδα, εφόσον το πρώτο 70% οδήγησε στην απώλεια 900.000 θέσεων εργασίας, θα πρέπει να αναμένουμε, με βάση την εκτίμηση του κ. Προβόπουλου, την απώλεια επιπλέον, περίπου, 270.000 θέσεων εργασίας (900 x 30%). Σε αυτή την περίπτωση, οι υπολογισμοί που έγιναν παραπάνω σχετικά με το χρόνο που θα χρειαστεί προκειμένου η χώρα να επιστρέψει στα επίπεδα απασχόλησης του 2010 ή του 2008 θα πρέπει να επιμηκυνθούν κατά ένα περίπου έτος. Δηλαδή, ούτως ή άλλως, η αποκατάσταση της βλάβης στην αγορά εργασίας από την εφαρμογή του Μνημονίου θα πάρει, με βάση τα αισιόδοξα σενάρια, περίπου δύο με τρεις δεκαετίες.
Αυτό, με την προϋπόθεση ότι από το 2014 η οικονομία θα μπει σε μια σταθερή και ισχυρή πορεία ανάπτυξης, κάτι το οποίο δεν φαίνεται να έχει εξασφαλιστεί τουλάχιστον με βάση τα μέχρι στιγμής στοιχεία.
Δεν χρειάζεται επομένως να περιμένει κανείς ούτε μία ημέρα ακόμη για να αντιληφθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης όσον αφορά στο πρόβλημα της ανεργίας. Δεδομένου, μάλιστα, ότι για το 99% των Ελλήνων σε εργάσιμη ηλικία η αμοιβή από την εργασία τους είναι και το μόνο εισόδημά τους, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι για τα 2 εκατομμύρια Έλληνες που δεν θα έχουν δουλειά όταν η κρίση φτάσει στο ζενίθ της δεν θα υπάρχει καμία άλλη πηγή εισοδήματος κι έτσι μοιραία θα επέλθει η ιδιωτική πτώχευση και η προσωπική εξαθλίωση.
Σχέδιο εκτάκτου ανάγκης
Αυτό δεν αποτελεί μια πρόβλεψη που χρήζει συζήτησης για το κατά πόσο ενδέχεται να επιβεβαιωθεί ή όχι, αλλά το δεδομένο και βέβαιο αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολουθείται με ένα μεγάλο μέρος αυτού να έχει ήδη επαληθευτεί. Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως ένα σχέδιο εκτάκτου ανάγκης για την αντιμετώπιση της ανεργίας, η εφαρμογή του οποίου θα αρχίσει το συντομότερο δυνατό. Όμως κάτι τέτοιο είναι αντίθετο στο σχεδιασμό και στα συμφέροντα της Γερμανίας και αυτό δημιουργεί απόκλιση μεταξύ των συμφερόντων των δύο χωρών.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία θα πρέπει να κατανοήσει την ωμή οικονομικοπολιτική πραγματικότητα της Ευρωζώνης και να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αναγνωρίζοντας, από τη μια, ότι έχει απέναντί της έναν πανίσχυρο εταίρο με πολύ διαφορετικά συμφέροντα από τα ελληνικά αλλά και, από την άλλη, ότι αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για την αποτυχία εξυπηρέτησης των συμφερόντων της Ελλάδας.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν εκλεγεί για να προωθήσουν ένα γερμανικό ή έστω ευρωπαϊκό όραμα, αλλά πρωτίστως για να υπηρετήσουν και να προστατεύσουν τα ελληνικά συμφέροντα. Και αυτό με την υπάρχουσα πολιτική είναι αδύνατο.
Και επειδή ακόμη και στο «μόνιμο» υπάρχουν όρια και χρονικοί περιορισμοί, επιβάλλεται αλλαγή πολιτικής άμεσα, καθώς για κάθε 50 ημέρες εφαρμογής του Μνημονίου απαιτείται ένας χρόνος ανάπτυξης για να αποκατασταθούν οι απώλειες σε θέσεις εργασίας κι έτσι η συνέχιση της εφαρμογής του προγράμματος λιτότητας μέχρι το α’ τρίμηνο του 2014 θα έχει κοστίσει στην Ελλάδα επιπλέον 7 χρόνια σε απόθεμα θέσεων εργασίας.
Το μείζον θέμα, λοιπόν, δεν είναι αν έχουμε διανύσει το 50% ή το 70% του δρόμου τον οποίο έχει χαράξει για την Ελλάδα η τρόικα, αλλά ότι όσο προσπαθούμε να τον διαβούμε προκαλούμε μόνιμες αλλοιώσεις, χρονικές και ποιοτικές στο δρόμο που θα χρειαστεί να περπατήσουμε στις επόμενες δεκαετίες. Και μέχρι στιγμής η υλοποίηση των περισσότερων πολιτικών του Μνημονίου έχει εξασφαλίσει για το μέλλον ένα δρόμο ανώμαλο, δύσβατο και ανηφορικό, για τον οποίο κανείς, ούτε η τρόικα, δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι τελικά δεν θα οδηγήσει στον γκρεμό.
Πηγή περιοδικό "Επίκαιρα"